Το ταξίδι του εκείνο το καλοκαίρι αποδείχθηκε πιο μακρό και οδυνηρό από όσο φανταζόταν και σχεδίαζε. Εργαζόταν σε μια εποχική δουλειά, όταν ξεκίνησαν όλα. Συστηματικός χρήστης κάνναβης, προερχόμενος από οικογενειακό περιβάλλον με βαρύ ψυχιατρικό ιστορικό, με τα συνήθη άγχη της καθημερινότητας της μετεφηβικής ηλικίας, κατέρρευσε μέσα σε λίγες ώρες. «Αισθανόμουν απειλούμενος, κυνηγημένος, διωκόμενος. Είχαν οξυνθεί όλες οι αισθήσεις μου, ένιωθα άλλοτε δυνατός σαν λιοντάρι, άλλοτε φυλακισμένος και περιορισμένος σε έναν χώρο πειραμάτων στη μέση του ωκεανού. Αλλοτε έξαλλος, άλλοτε καταπονημένος. Με είχε στρεσάρει αφάνταστα και ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, ένα “κόλλημα” ετών. Το κερασάκι στην τούρτα εκείνων των ωρών ήταν το τσιγαριλίκι. Σαν να έβγαλε κάποιος μια κλωστή από ένα πουλόβερ. Το ρούχο ξηλώθηκε γοργά». Ο Μ.Σ. θυμάται σήμερα, όχι δίχως αρκετή νευρικότητα, τις ώρες εκείνες που, όπως λέει, «“ταξίδεψα” έξω από τον εαυτό μου, αλλά και μέσα σε αυτόν». Οι εξαλλοσύνες και οι εκρήξεις του διαδέχονταν την καχυποψία, τον φόβο, την αγωνία ότι ο περίγυρός του ήταν μια διαρκής απειλή «για τη ζωή μου και τα υπάρχοντά μου».
Οταν κατέρρευσε σωματικά, «σαν άδειο σακί», κλήθηκαν ασθενοφόρο και Αστυνομία. Και η διάγνωση του ψυχιάτρου ήταν σαφής: σχιζοφρένεια, βαριάς ψυχοσυναισθηματικής μορφής. Σύμφωνα με επιδημιολογική μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ένας στους 100 ανθρώπους σε όλη την υφήλιο είναι σχιζοφρενής ή πρόκειται να εκδηλώσει κάποιας μορφής και κλίμακας σχιζοφρένεια. Το ζήτημα όμως της πρόληψης, της έγκαιρης διάγνωσης και της αντιμετώπισης παραμένει, ειδικά στην Ελλάδα, ένα κοινωνικό και οικογενειακό ταμπού, γεγονός που εμφαίνεται και σε πρόσφατη μελέτη της διδάκτορος Ψυχολογίας κυρίας Ευαγγελίας Μπακόλα, που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Κέντρο Κοινωνικής και Ψυχικής Υγείας και την Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αντικείμενό της ήταν τα πιθανά πρόδρομα συμπτώματα της νόσου και η συσχέτιση της εκδήλωσης με κοινωνικούς και προσωπικούς παράγοντες. Τα πορίσματα είναι εντυπωσιακά. Σχεδόν όλοι όσοι εκδήλωσαν στην ενήλικη ζωή τους σχιζοφρένεια, και αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, είχαν ταυτόσημες εκδηλώσεις και συμπεριφορές κατά την εφηβική ηλικία, οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν σωστά είτε από το οικογενειακό περιβάλλον είτε από ειδικό γιατρό, ενώ σε πολύ υψηλό ποσοστό (33%) υπήρξαν συστηματικοί χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών, κυρίως κάνναβης, ήδη από την ηλικία των 14 ετών. Επίσης σε ποσοστό κοντά στο 60% τα σχιζοφρενή άτομα προέρχονται από οικογενειακό περιβάλλον με ψυχιατρικό ιστορικό του ίδιου ή άλλων ψυχιατρικής φύσεως προβλημάτων, σε κάποιον από τους γονείς ή τους συγγενείς πρώτου βαθμού.
Ποια είναι όμως τα «καμπανάκια» κινδύνου που πρέπει να θορυβήσουν γονείς και καθηγητές στα πρώιμα συμπτώματα της νόσου; «Το παιδί παύει να είναι το παιδί που ξέραμε. Είναι ένα εντελώς άλλο παιδί» τονίζει η κυρία Μπακόλα. Και εξηγεί ότι «ο έφηβος αναπτύσσει αισθήματα καχυποψίας και ξαφνικής, έντονης και συστηματικής κοινωνικής απομόνωσης. Αρχίζει να έχει εντελώς άλλα ενδιαφέροντα. Για παράδειγμα, από τον αθλητισμό στρέφεται στην Εκκλησία. Και είναι γεγονός ότι πολλά περιστατικά σχιζοφρένειας στη χώρα έχουν ως εκδηλώσεις θρησκευτικά παραληρήματα». Παράλληλα «οι σχολικές του επιδόσεις γνωρίζουν κάθετη πτώση. Σε πολύ υψηλό ποσοστό (25%) οι σχιζοφρενείς που δέχτηκαν να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας είχαν εγκαταλείψει το σχολείο στο Γυμνάσιο ή δεν είχαν συνεχίσει στο Λύκειο». Το «γενικευμένο, χωρίς λόγο και φανερή αιτία» στρες είναι επίσης μια προειδοποίηση, ενώ εμφανίζονται «πάντα σε μεγάλη ένταση και διάρκεια και με κάπως “οργανωμένο” τρόπο διαταραχές στον ύπνο». Εξίσου σε μεγάλο βαθμό ο έφηβος παραμελεί, εντελώς παράδοξα για την ηλικία του, «την προσωπική του εμφάνιση και την ατομική του υγιεινή». Σχεδόν ταυτόχρονα αρχίζει τη γνωριμία του με τις ψυχοτρόπες ουσίες. Οπως επισημαίνει ο καθηγητής Ψυχιατρικής κ. Γιώργος Αλεβιζόπουλος, «η χρήση κάνναβης, αμφεταμινών, LSD ή κοκαΐνης πυροδοτεί τη σχιζοφρένεια. Δηλαδή υπάρχει η προδιάθεση και η γονιδιακής φύσεως επιβάρυνση, αλλά οι ψυχοτρόπες ουσίες επιταχύνουν την εκδήλωση και εντείνουν τα συμπτώματα, ανοίγοντας τις πύλες στη νόσο, λόγω της νευροτοξικής τους δράσης». Ετσι το ποσοστό των σχιζοφρενών ενηλίκων που έκανε χρήση κάνναβης στην εφηβική ηλικία (14-17 ετών) είναι σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με τους χρήστες στον γενικό πληθυσμό (33% έναντι 12%).
Το οξύμωρο όμως είναι ότι αν και το 18% των μετέπειτα νοσούντων απευθύνθηκε με τη συμβουλή και την παρότρυνση της οικογένειας σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο, το 45% από αυτούς έλαβε αγωγή για απλής μορφής διαταραχή άγχους. «Είναι δύσκολο να διαγνωσθεί ή να επισημανθεί η σχιζοφρένεια σε αυτές τις ηλικίες. Πάντως, σε αυτή την πρώτη φάση, συστηματικότερη παρακολούθηση στο πλαίσιο μιας ψυχοθεραπείας χωρίς τη χορήγηση φαρμάκων, καθώς και η ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων του ατόμου, έχει καλύτερα αποτελέσματα» επισημαίνει η κυρία Μπακόλα.
Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα, όπου, διόλου παράδοξα, βρίσκονται οι περισσότερες, ιδιωτικές και δημόσιες, ψυχιατρικές κλίνες στην Ελλάδα. «Στην περιοχή υπάρχουν περίπου 1.000 κρεβάτια ψυχιατρικών κλινικών με ανθρώπους που απευθύνονται εκεί από όλα σχεδόν τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας. Οι ψυχικές νόσοι είναι καταστάσεις-ταμπού που δυσκολεύεται το κοινωνικό και κυρίως το οικογενειακό περιβάλλον να “χωνέψει”, να αντέξει και να αντιμετωπίσει. Υπάρχει πάντα ο φόβος και η ανασφάλεια της κοινωνικής καταδίκης και κατακραυγής. Οπότε, ακόμη και για τη θεραπεία ή τη νοσηλεία, απευθύνονται σε γιατρούς και κλινικές μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους» τονίζει η κυρία Μπακόλα. Το οικογενειακό περιβάλλον πάντως, όταν ξεπεράσει το σοκ της διάγνωσης, αποδεικνύεται πολύτιμο τόσο για την ψυχολογική υποστήριξη και την παρακολούθηση της θεραπευτικής πορείας και την τήρηση της φαρμακευτικής αγωγής όσο και για την οικονομική στήριξη των σχιζοφρενών, καθώς σε συντριπτικό ποσοστό (75%) χάνουν την εργασία τους, λόγω της αδυναμίας του να ανταποκριθούν και στις πιο μικρές απαιτήσεις της καθημερινότητας.
Διαβάστε περισσότερα στο Βήμα (26.11.2010).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου