Eίναι πολύ εύκολο να συσσωρευτούν επίθετα να χαρακτηρίζουν την εξέγερση του Νοέµβρη 1973. Αλλωστε η πολιτική δηµοσιογραφία δεν τσιγκουνεύτηκε ποτέ τους χαρακτηρισµούς της για το Πολυτεχνείο: Αγωνιστικό και ηρωικό, δηµοκρατικό και αυθόρµητο είναι µερικοί από αυτούς που, άλλωστε, εύκολα µπορεί κανείς να συνυπογράψει.
Είναι όµως µόνο αυτοί; Εγώ, σαν πρόλογο των λίγων σκέψεων που ακολουθούν θα πρόσθετα δύο ακόµη ζεύγη χαρακτηρισµών για το κίνηµα του Πολυτεχνείου: Ανεξάρτητο και ευρηµατικό, ανεξέλεγκτο και ευάλωτο.
Ωστόσο η ανάλυση µέσω των χαρακτηρισµών αυτών και πολλών άλλων ακόµη, πέρα από το ότι είναι πληκτική είναι και αναποτελεσµατική. Το οξύ ερώτηµα που ζητάει απάντηση είναι το ακόλουθο: Μπορούµε να δούµε σήµερα, 37 χρόνια µετά τα γεγονότα, το Πολυτεχνείο ιστορικά; ∆εν θέλω να πω «κριτικά» γιατί αυτήν την έννοια που έλειπε παλαιότερα από την ελληνική ιστοριογραφία τη χρησιµοποίησε η γενιά µου κατά κόρον και τώρα τη βρίσκω θαµπή και συµβατική. Ιστορικά, λοιπόν, εννοώ, να δούµε το Πολυτεχνείο ενταγµένο στη χρονική αλληλουχία των συµβάντων που προηγήθηκαν και εκείνων που ακολούθησαν χωρίς ψυχολογική εµπλοκή και χωρίς εξιδανικεύσεις. Η απάντηση, φοβάµαι, στο ερώτηµα της ιστορικοποίησης του συµβάντος δεν είναι ενθαρρυντική. Παρά τη θεαµατική ανάπτυξη των σπουδών σύγχρονης ιστορίας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου, πέρα από τη δηµοκρατική της τελετουργία και την ανάλογη ρητορεία που την ακολουθεί, βρίσκεται ακόµη ιστοριογραφικά στο παµπάλαιο στάδιο της χρονογραφίας και πολιτικά στο στάδιο της λειτουργικής παραγωγής, όπου η λατρεία και οι προβαλλόµενες αξίες υπηρετούν ακόµη τις ιδέες τις οποίες θέλησε να υπηρετήσει, και σε ένα βαθµό υπηρέτησε, το ίδιο το συµβάν.
Αν και η εποπτεία του µείζονος χρονικού αναπτύγµατος είναι βασική συνθήκη της δουλειάς του ιστορικού είναι πραγµατικό γεγονός ότι το δεύτερο µισό του 20ού αιώνα δεν είναι για τον γράφοντα το περισσότερο ελκυστικό πεδίο έρευνας που υπηρετεί. Ωστόσο κάποιες σκέψεις που προκύπτουν από ισχυρή βιωµατική συµµετοχή και διασταυρώνονται µε το έργο του ιστορικού, τίποτε δεν εµποδίζει να διατυπωθούν εδώ.
Για λόγους πρακτικούς ωστόσο θα περιοριστώ στο σηµείωµα αυτό σε µία µόνο σκέψη. Στην αποτίµηση δηλαδή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ως µιας τρίτης και απροσδόκητης λύσης. Πράγµατι, ανεξαρτήτως πολιτικού και κοινωνικού χώρου και ανεξαρτήτως της λαϊκής συµµετοχής που τις πλαισίωνε, δύο βασικές ιδέες, δύο βασικές πολιτικές, είχαν διαµορφωθεί στα χρόνια της δικτατορίας ώς τα τέλη του 1973. Η πρώτη (µειοψηφική), της βίαιης αντίστασης, µε όλες τις µορφές πάλης, συµπεριλαµβανοµένης της ένοπλης δράσης, και η δεύτερη, του πολιτικού αγώνα των αντιδικτατορικών δυνάµεων (πολιτικών κοµµάτων και άλλων) που άρχισε από τη διεθνή καταδίκη της χούντας και έφθανε στην αξιοποίηση των ρωγµών, που κατά την αισιόδοξη αυτή αντίληψη θα οδηγούσε σε µια σταδιακή αποκατάσταση της δηµοκρατίας. Το Πολυτεχνείο όµως ήταν ακριβώς η ακύρωση του διπόλου: βίαιη αντίσταση - πολιτική λύση και η ανάδειξη ως κυρίαρχης της τρίτης λύσης, της εξέγερσης. Βέβαια και η «εξέγερση» δεν ήρθε ουρανοκατέβατη. Είχε και αυτή τις περγαµηνές της. Είχε επί µήνες δοκιµαστεί, λίγο πολύ επιτυχώς, από το φοιτητικό κίνηµα και αντιστοιχούσε σε µία λαϊκή αµφιθυµία που αναζητούσε έναν τρόπο για να εκδηλώσει τα αντιδικτατορικά της αισθήµατα. Αλλωστε, η στρατιωτική θητεία δεν ήταν ποτέ ευχάριστη στους Ελληνες, και τώρα η διά βίου επέκτασή της ήταν αποκρουστική.
Αλλά τι ακυρωνόταν πράγµατι από την εξέγερση; Από τη µεριά της βίαιης αντίστασης έµπαινε στο στόχαστρο η αναποτελεσµατικότητά της και το κόστος (ανθρώπινο και υλικό) της διεξαγωγής της που η ελληνική κοινωνία δεν ήταν διατεθειµένη να πληρώσει. Το κακό όµως ήταν περιορισµένο για την πρόταση αυτή (Αντίσταση), ήταν µειοψηφική και ασφαλώς φθίνουσα. Αλλά από την πλευρά της πολιτικής λύσης τα πράγµατα ήταν χειρότερα γιατί η «επένδυση» είχε αρχίσει να αποδίδει. Η λογική της πρότασης αυτής ήταν βέβαια στον αντίποδα της σύγκρουσης. «Οι ρωγµές» θα διευρύνονταν από τη λαϊκή συµµετοχή και θα έφερναν τη δηµοκρατική οµαλότητα. Κι όµως. Οι ρωγµές του καθεστώτος, η ελαχίστη φιλελευθεροποίηση αντί να οδηγούν στη δηµοκρατική διεύρυνση έφεραν εξέγερση, φοιτητική και λαϊκή, και την κρίση του καθεστώτος και όσα ακολούθησαν.
Εννοώ τους εννέα µήνες (ώς τον Ιούλιο του 1974) της σιωπής ή της αµήχανης αποτίµησης του συµβάντος, και µετά την ένθερµη οικειοποίησή του. Τα ορφανά της βίαιης αντίστασης και τα ορφανά των ρωγµών, σε οµόθυµη συµπαράσταση ξεκίνησαν την µεταπολίτευση µε ένα πολύτιµο συµβολικό πλεονέκτηµα. Είχαν υιοθετήσει την εξέγερση που είχε ακυρώσει και τις δύο, αντιφατικές, αλλά υπαρκτές, προτάσεις.
Αρθρο του Β. Παναγιωτόπουλου στα Νέα (17.11.2010).
Ο Β. Παναγιωτόπουλος είναι ιστορικός, οµότιµος διευθυντής του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών.
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου