Πριν από 45 ακριβώς χρόνια, το 1965, είχαμε πραγματική μείωση του πληθυσμού της χώρας μας, αφού η μετανάστευση δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στο εξωτερικό ξεπερνούσε τη φυσική αύξηση γεννήσεων. Μόνο στην περίοδο 1950-1980, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, οι μεταναστευτικές έξοδοι αφορούσαν πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες που «εγκατέλειψαν» για ένα μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τη χώρα τους. Μιλάμε, βέβαια, για το περίπου 12% του πληθυσμού, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, το υψηλότερο των χωρών της Μεσογείου.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Όποιος ζει από κοντά την εκπαιδευτική πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας έχει διαπιστώσει τη θεαματική αλλαγή στη «χημεία» των σχολικών μας τάξεων. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, το 2008-΄09 φοιτούσαν στην Α/Βάθμια (δημοτικά) και Β/Βάθμια Εκπαίδευση (γυμνάσια, λύκεια) περίπου 130.000 αλλοδαποί και παλιννοστούντες μαθητές. Είναι μια νέα πραγματικότητα για το ελληνικό σχολείο, το οποίο διαφοροποιείται σημαντικά, κυρίως, στη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού. Σε κάθε περίπτωση, η σχολική τάξη απέκτησε μια «ανομοιομορφία» μικρή ή μεγάλη, με την παρουσία «διαφορετικών» μαθητών.
Έτσι, ενώ το 1996 στα ελληνικά σχολεία σε κάθε 100 μαθητές, μόλις 3 είχαν γονείς αλλοδαπούς και παλιννοστούντες, το 2000 το ποσοστό αυτό υπερδιπλασιάστηκε και έφθασε στο 6,4%, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό υπολογίζεται ότι ξεπερνάει το 10%. Με βάση τα στοιχεία, οι αλλοδαποί και οι παλιννοστούντες μαθητές έφθασαν τις 130.114 σε σύνολο 1,2 εκατ. μαθητών της δημόσιας Α/βάθμιας και Β/βάθμιας σχολικής εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, στον Δήμο της Αθηναίων ένας στους πέντε μαθητές (ποσοστό περίπου 22%) είναι αλλοδαπός. Σε ορισμένα σχολεία, μάλιστα, κεντρικών περιοχών, όπως η Κυψέλη, τα Πετράλωνα, το Γκάζι, το ποσοστό των αλλοδαπών μαθητών σε μια τάξη φθάνει το 50%.
Είναι γνωστό ότι πίσω από τη ρητορική περί των ίσων ευκαιριών το σχολικό σύστημα λειτουργεί σαν την προκρούστεια κλίνη. Τους ξαπλώνει όλους εκεί πάνω κι όποιον πάρει ο χάρος. Μόνο που όπως φαίνεται ο «χάρος» κάνει διακρίσεις, αφού οι μαθητές που παρουσιάζουν αυξημένη «σχολική θνησιμότητα» έχουν κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ολόκληροι πληθυσμοί παιδιών και εφήβων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, τόσο οικονομικά όσο και μορφωτικά, καλούνται να αναμετρηθούν, κατά τη διάρκεια του σχολικού τους βίου, με συμμαθητές πολύ πιο ευνοημένους απ΄ αυτούς και μάλιστα σε ένα πεδίο που δεν τους είναι οικείο.
Η κυρίαρχη λογική; Αν οι μαθητές δεν συμμετέχουν στον ίδιο βαθμό στη διδακτική διαδικασία και δεν επωφελούνται το ίδιο από το εκπαιδευτικό σύστημα, η ευθύνη είναι ολοκληρωτικά δική τους. Την ίδια στιγμή ράβει στα μέτρα του τον ρόλο ενός εκπαιδευτικού, ο οποίος εμποτισμένος από μια λογική που αντιλαμβάνεται τους καλούς μαθητές ως επιμελείς και ικανούς και τους κακούς μαθητές ως τεμπέληδες και ανίκανους, και κάτω από το βάρος ενός αναλυτικού προγράμματος που «τρέχει» στις υπερφορτωμένες τάξεις, «στιγματίζει» με την απορριπτική βαθμολογία, αλλά και με τη στάση του (περιφρόνηση, υποτίμηση) ένα μέρος του μαθητικού πληθυσμού.
Πηγή: άρθρο - "Τα Νέα" (18.03.2010).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου