Οι αδελφοί Γκονκούρ στη «Ζερμινί Λασερτέ» μελετούν «το αληθινό, το ζωντανό, το αιμοσταγές» και εστιάζουν στις κατώτερες τάξεις.
«Κάποια μέρα όλοι θα αναγνωρίσουν ότι η Ζερμινί είναι το βιβλίο που λειτούργησε ως πρότυπο για κάθε έργο που επινοήθηκε ύστερα από μας και φέρει τον χαρακτηρισμό “ρεαλιστικό”, “νατουραλιστικό” κ. λπ.» διατράνωνε, μερικούς μήνες πριν από τον θάνατό του ο Ζυλ ντε Γκονκούρ, σύμφωνα με τον αδελφό του Εντμόν. Δεν είχε και τόσο άδικο. Με τους Γκονκούρ επικρατεί στη γαλλική λογοτεχνία το καλλιτεχνικό εκείνο ρεύμα που θέλησε να εφαρμόσει τις θετικές επιστήμες στη λογοτεχνική απεικόνιση των γεγονότων, αρνούμενο τη φυγή από την πραγματικότητα, απαιτώντας απόλυτη ειλικρίνεια στην περιγραφή των συμβάντων, επιχειρώντας να εγκαταστήσει την «απροσωπία» ως εγγύηση της αντικειμενικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης και στρεφόμενο προς το λαϊκό στοιχείο, τόσο ως προς τη θεματική επιλογή όσο και ως προς την εκλογή του κοινού.
Ιστορικοί του παρόντος, οι πέραν των άλλων δραστηριοτήτων τους και εξαιρετικοί ημερολογιογράφοι αδελφοί Γκονκούρ, αποθεώνουν το «ντοκουμέντο», μελετούν «το αληθινό, το ζωντανό, το αιμοσταγές», εστιάζουν στις κατώτερες τάξεις (προλετάριους και αλήτες και όχι μποέμ ή μικροαστούς) και ενδιαφέρονται ως και για παθολογικές περιπτώσεις (ανατέμνοντας τη γυναικεία υστερία, π. χ. όπως στη «Ζερμινί Λασερτέ») αποτελώντας έτσι τους άμεσους προδρόμους ενός Ζολά.
Και ιδού τα συστατικά της συνταγής τους: τα ατυχήματα και οι ειρωνείες της ιστορίας· ο κοινωνικός ντετερμινισμός που καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις· τα φυσικά ατυχήματα, καθώς και η κληρονομικότητα ακόμη είναι ατύχημα· οι ζωικές ανάγκες και ο ρυθμιστικός τους ρόλος στην ανθρώπινη μηχανική.
Στο επίκεντρο της «Ζερμινί Λασερτέ» μια υπηρέτρια και η διπλή ζωή της: από τη μια ένας βίος αφοσιωμένος έως λατρείας στην αριστοκράτισσα κυρία της, και από την άλλη μια συνεχής περιπλάνηση στο όριο της παραβατικότητας. Είναι το φτωχό κοριτσάκι που θα κακοποιηθεί, θα βιαστεί, θα βρει διέξοδο στο υπηρετικό επάγγελμα, και ταυτόχρονα θα ερωτευτεί, θα δοθεί ανεπιφύλακτα στον ανάξιο εραστή της, θα γεννήσει τα παιδιά του που θα τα χάσει πολύ νωρίς, θα γνωρίσει την εκμετάλλευση και στη συνέχεια την περιφρόνησή του, θα κατρακυλήσει χαμηλά, θα φτάσει ώς την πορνεία και την κλοπή και θα πεθάνει νωρίς, θυσιασμένη στα πάθη της. Είναι η γυναίκα που ζει μέσα στην αντίφαση: η ευγενική καρδιά της συγκρούεται καθημερινά με τη θυελλώδη παραφορά που την καταβροχθίζει· η χριστιανική της συνείδηση τη μαστιγώνει με ενοχές, την ώρα που τα ταπεινά της ένστικτα την πυρπολούν και την εκμηδενίζουν.
Η Ζερμινί είναι θύμα της τάξης της και ταυτόχρονα θύμα της παράφορης φύσης της: η ψυχολογική αλήθεια της βασίζεται στην αρχή της αιτιότητας, γεννιέται από τα πάθη του κορμιού και του πνεύματός της, που κι αυτά με τη σειρά τους έχουν τις ρίζες τους στην κοινωνική συνθήκη. Θύμα της κοινωνικής συνθήκης, όμως, είναι και η κυρία της, η δεσποινίς Σεμπρονία ντε Βαραντέιγ, μια γεροντοκόρη «αρρενωπής καλοσύνης» και σπάνιας ακεραιότητας, στωική, εκλεπτυσμένη, αξιοπρεπής: η θέση την οποία επιφύλασσε στη γυναίκα ο 18ος αιώνας, ο οποίος εξακολουθεί να επιβιώνει στις αρχές και τις αξίες της Σεμπρονίας, την έχει καταδικάσει στην άχαρη, μοναχική ζωή που μοιράζεται με τη Ζερμινί.
Ωστόσο, παρότι η εξέλιξη της πλοκής της «Ζερμινί Λασερτέ» μοιάζει σαν μαθηματική πράξη, παρ’ όλο που είναι εμφανής, σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος, η προγραμματική συνέπεια των συγγραφέων, ωστόσο το βιβλίο είναι συναρπαστικό. Η κεντρική ηρωίδα είναι ένας πολυδιάστατος χαρακτήρας που επιβάλλεται, κυρίως λόγω της πειστικής ανάλυσης, από πλευράς των Γκονκούρ, των διαδοχικών σταδίων της εξέλιξής της. Ανελέητοι ανατόμοι της ανθρώπινης πτώσης και ταυτόχρονα γεμάτοι συμπάθεια και κατανόηση γι’ αυτήν την ευγενική «καταραμένη» που, καθώς έγραψε ο Ζολά στην πολύ γενναιόδωρη κριτική αποτίμηση του βιβλίου, «αγαπάει παράφορα και με το σώμα και με την καρδιά, έτσι που την ημέρα που η καρδιά πεθαίνει, το σώμα πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο νεκροταφείο», οι Γκονκούρ δίνουν ένα μυθιστόρημα «που δεν κρύβει τίποτα από το ανθρώπινο πτώμα».
Ιδιαίτερη αξία στην ελληνική έκδοση του βιβλίου δίνει η εξαιρετική μετάφραση της Εφης Κορομηλά, η οποία δεν αποδίδει απλώς με σπάνια ζωντάνια και λεξιπλαστική δεινότητα το εξεζητημένο και ταυτόχρονα ανατομικά ακριβές ύφος των συγγραφέων, αλλά ταυτόχρονα με τον πρόλογό της και το εκτενές παράρτημά που συνοδεύει την έκδοση, εισηγείται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό δύο συγγραφείς που συζητήθηκαν πολύ, αλλά δεν διαβάστηκαν όσο τους άξιζε.
E. & J. DE GONCOURT, Ζερμινί Λασερτέ, μετ.: Eφη Κορομηλά, εκδ. Νεφέλη, σελ. 331
Πηγή: άρθρο της Κατ. Σχινά στην Καθημερινή (26.09.2010).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου