Η άοκνη επιμελήτρια του έργου του Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), η Τeresa Rita Lopes, έσκυψε στο απύθμενο μπαούλο του πορτογάλου συγγραφέα με τις 27.000 χειρόγραφες σελίδες και έβγαλε αυτή τη φορά ένα διήγημα. «Ο peregrinο» είναι ο τίτλος με τον οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε στην Πορτογαλία στο περιοδικό «Μealibra» την άνοιξη του 2009. Περιέχεται στον μικρό καλαίσθητο τόμο «Ο οδοιπόρος», που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Νεφέλη λίγο πριν από τις γιορτές, σε εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, και μας θυμίζει πόσο συγκλονιστική είναι η γραφή του πολυπρόσωπου συγγραφέα του ποιητικού «Μηνύματος» και του περίφημου «Βιβλίου της ανησυχίας» με όποια λογοτεχνική μορφή και αν μας παρουσιάζεται.
Ενας νέος ζει ευχαριστημένος στο εύπορο σπίτι των γονιών του, στην πόλη όπου γεννήθηκε δίπλα στη θάλασσα. Τα παιδικά του χρόνια κυλούν ανέφελα, χωρίς αρρώστιες και τιμωρίες. Τις φυσιολογικές ενασχολήσεις της ευτυχισμένης εφηβικής φαντασίας του δεν σκιάζουν άσχημες αναμνήσεις του παρελθόντος, στενοχώριες του παρόντος και αβεβαιότητες για το μέλλον. Τα βράδια διαλογίζεται με ηρεμία για το μυστήριο της ύπαρξης και χαίρεται τις στιγμές που, σκυμμένος πάνω από τον τοίχο της πατρικής αγροικίας, κοιτάζει το πλήθος που μετακινείται ασταμάτητα στον δρόμο, βλέποντας τη ζωή να περνάει χωρίς να τη σκέφτεται. Ωσπου μια ημέρα περνά από τα μέρη του ένας άνδρας ντυμένος στα κατάμαυρα. «Μην κοιτάζεις τον δρόμο», του λέει με πρόσωπο σοβαρό και λυπημένο, με μάτια ήρεμα και παράξενα, «Ακολούθησέ τον μέχρι τέλους». Από εκείνη τη στιγμή ο ήρωάς μας χάνει την ηρεμία του. Παύει να νιώθει οποιαδήποτε ευχαρίστηση για την απλή ζωή του, τίποτε δεν τον γεμίζει. Αποσύρεται στη μοναξιά. Τα μυστήρια της ύπαρξης καταλήγουν μια διαρκής ανησυχία που τον βασανίζει σαν αρρώστια. Στο απόγειο της αγωνίας του παίρνει την απόφαση να αφήσει το σπίτι των γονιών του και να ακολουθήσει τον δρόμο.
Γραμμένη στο αγαπημένο πρώτο ενικό πρόσωπο του Πεσσόα- της εξομολόγησης και της ταύτισης-, η αφήγηση του ήρωα ξεδιπλώνει την ιστορία της περιπλάνησής του. Περνά από πόλεις και χωριά και περπατά μέρες και μέρες ώσπου τα βήματά του τον οδηγούν σε μια πολύβουη πόλη.
Ο ανδριάντας του Πεσσόα στο κέντρο της Λισαβόνας, μπροστά στο καφέ «Μπραζιλέιρα». Ο συγγραφέας ταυτίστηκε με την πόλη Εκεί γνωρίζει για πρώτη φορά το ερωτικό πάθος, που του προκαλεί απόλαυση αλλά και κρυφή αγωνία: είναι η αγαπημένη του το τέρμα του ταξιδιού του ή μήπως πρέπει να συνεχίσει τον δρόμο του; Είναι εκείνη η αλήθεια που ψάχνει; Διχάζεται στους συλλογισμούς του, αλλά στο τέλος αποφασίζει να φύγει. Μπροστά του, «ποτάμι παγωμένο κάτω από το κρύο φεγγαρόφωτο, ο Δρόμος προεκτεινόταν ατελείωτα».
Εδώ σταματά το διήγημα του Πεσσόα. Ενα ανέκδοτο και ανολοκλήρωτο κείμενο, κατά τη συνήθεια του συγγραφέα, του 1917. Η επιμελήτρια συνοδεύει την έκδοσή του με ένα δεύτερο κείμενο, μερικές σελίδες σημειώσεων με μικρά κενά, όπου ο συγγραφέας ανακεφαλαιώνει την υπόθεση και συνεχίζει το διήγημα σε τρίτο πρόσωπο. Ο ήρωάς του φεύγοντας από τη γυναίκα-Ηδονή προχωρεί προς το εσωτερικό της χώρας, από τις πόλεις φθάνει διαδοχικά στις κωμοπόλεις και στα χωριά και σε μικρές παράγκες στα βουνά. Στην πορεία του, που ακολουθεί επαναλαμβανόμενα μοτίβα, γνωρίζει διάφορες γυναίκες, τη Δόξα, την Εξουσία, τη Σοφία, τη Μοίρα του Θανάτου, την Προσωπικότητά του. Φορούν δαχτυλίδια από σίδηρο, ασήμι και χρυσό. Καθεμιά την αγαπά για τις χάρες της, αλλά από όλες φεύγει, αναζητώντας επίμονα τον Ανδρα με τα Μαύρα στο τέλος του Δρόμου.
Με εκφραστική απλότητα, στοχαστική διαύγεια, αλληγορική δύναμη και με τη γοητεία των τρόπων του παραμυθιού, ο Πεσσόα αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης, συμπυκνώνοντας, σε ένα ολιγοσέλιδο διήγημα, τη μακρά διαδικασία εξέλιξης από την άγνοια στη γνώση, που απαντά στην παράδοση των μυθιστορημάτων μαθητείας του ύστερου Διαφωτισμού και στα ανατολίτικα φιλοσοφικά παραμύθια μύησης και αυτογνωσίας.
Ο Πεσσόα σε μια φωτογραφία που συγκρίνεται συχνά με φωτογραφία του Καβάφη Οικείες εικόνες και έννοιες της ποιητικής του Πεσσόα διατρέχουν αυτό το ημιτελές κείμενο και το συναρτούν στο υπέρογκο corpus του συγγραφέα: η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας,οι ηλικιωμένες θείες που αποκοιμούνται επάνω στο εργόχειρό τους,η επιθυμία της αγάπης αλλά η αδυναμία βίωσης του έρωτα,η εξομολογητική διάθεση,η ασίγαστη ανησυχία,η αναζήτηση της αλήθειας.Για τον έλληνα αναγνώστη αποτελεί πλέον κοινό τόπο η ανακάλυψη συγγενειών του Πορτογάλου με τον δικό μας Καβάφη- στη ζωή τους,στην ποιητική τους, στην απήχησή τους,ακόμη και στην όψη τους. Είναι όμως αναπόφευκτο.Η εγγεγραμμένη στο DΝΑ μας «Ιθάκη» ανακαλείται αυτομάτως καθώς ακολουθούμε τον οδοιπόρο ήρωα στα εμπορειά,στα λιμάνια και στις πόλεις,στον μακρύ δρόμο «γεμάτο περιπέτειες και γνώσεις»,ώσπου φτάνει στο δικό του Πεπρωμένο.Τον περιμένει εκεί ο Ανδρας με τα Μαύρα.Ενδεχομένως μια συμβολική μορφή που παραπέμπει στον θάνατο.Ενδεχομένως ο μαυροντυμένος συγγραφέας με το σοβαρό και λυπημένο πρόσωπο,που μάταια γυρεύουμε πίσω από τους 72 «ετερώνυμους» εαυτούς του.
Πηγή: Το Βήμα (16.01.2011).
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου