Σχεδόν το 80% της ανθρωπότητας κινδυνεύει με έλλειψη πόσιμου νερού στο μέλλον, καθώς ζει σε περιοχές όπου η παροχή πόσιμου νερού δεν είναι ασφαλής, σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο «Nature».
Οι συντελεστές της έρευνας συνέταξαν μία κατάσταση «απειλών προς το νερό», στις οποίες συμπεριλαμβάνονται προβλήματα όπως η μόλυνση και η μείωση των αποθεμάτων.
Η σημαντικότερη «κατηγορία» απειλής επηρεάζει 3,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενώ επισημαίνεται ότι στις δυτικές χώρες, η συγκέντρωση νερού μέσω υδραγωγείων και φραγμάτων είναι αποτελεσματική για τους ανθρώπους, αλλά όχι για τη φύση.
Κατά τον Τσαρλς Βοροσμάρτι, του City College της Νέας Υόρκης, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, «αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία απειλή παγκοσμίων διαστάσεων».
Η πρόταση των συντελεστών της έρευνας είναι να γίνει στροφή σε στρατηγικές σωστής διαχείρισης νερού που συνδυάζουν την υποδομή με «φυσικές» επιλογές, όπως η προστασία υδροβιότοπων, ποταμών και υδροκριτών.
H έρευνα έχει παγκόσμιο χαρακτήρα, και το ανησυχητικό πόρισμα είναι ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα αντιμετωπίζουν προβλήματα παροχής νερού στις προσεχείς δεκαετίες, καθώς το κλίμα μεταβάλλεται και ο ανθρώπινος πληθυσμός αυξάνεται.
Για τους σκοπούς της έρευνας συγκεντρώθηκαν πληροφορίες σε ποικιλία διαφορετικών απειλών, ενώ χρησιμοποιήθηκαν μοντέλα για διαφορετικές εκτιμήσεις διαθεσιμότητας νερού. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένας χάρτης που δείχνει την έκταση της απειλής ανά τετράγωνο 50χλμ επί 50 χλμ.
«Αυτό που κάναμε ήταν να ρίξουμε μία αποστασιοποιημένη ματιά στα γεγονότα- τι γίνεται με τα αποθέματα νερού της ανθρωπότητας και ποιες είναι οι επιπτώσεις που έχει η λειτουργία της παρούσας υποδομής στο φυσικό κόσμο» είπε ο Βοροσμάρτι.
Τα τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν επενδυθεί στην υποδομή «μεταφράζονται» σε φράγματα, κανάλια, υδραγωγεία, που χρησιμοποιούνται στον ανεπτυγμένο κόσμο για να εξασφαλιστεί η υδροδότησή του, που εξαφανίζουν την άμεση απειλή.
«Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού του κόσμου δεν είναι σε θέση να αντέξει οικονομικά τέτοιου είδους επενδύσεις» είπε ο Πήτερ Μακιντάιρ, του πανεπιστημίου του Ουϊσκόνσιν, άλλος ένας εκ των ερευνητών.
«Ουσιαστικά δείχνουμε ότι η υποδομή αυτή ωφελεί λιγότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, οπότε εκ των πραγμάτων μένει εκτός ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού…αλλά ακόμα και στον πλούσιο κόσμο, δεν είναι καλή ιδέα να συνεχίσουμε έτσι. Θα μπορούσαμε να χτίζουμε περισσότερα φράγματα και να κάνουμε όλο και βαθύτερες γεωτρήσεις, αλλά ακόμα και αν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα, δεν είναι μία μέθοδος που συμφέρει» συμπλήρωσε.
Η προτεινόμενη λύση, όπως προαναφέρθηκε, είναι η ενοποίηση «τεχνητών» και «φυσικών» μεθόδων.
Στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, η πόλη επένδυσε σε ένα πρόγραμμα προστασίας του εδάφους, διασφαλίζοντας ότι οι πηγές που υδροδοτούν τη Νέα Υόρκη (στα βουνά Κάτσκιλ) παραμένουν «υγιείς».
Ο Μαρκ Σμιθ, επικεφαλής του προγράμματος νερού της Διεθνούς Ένωσης για τη Συντήρηση της Φύσης (IUCN), ο οποίος δεν ενεπλάκη στη συγκεκριμένη έρευνα, ανέφερε ότι η προσέγγιση αυτού του είδους έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος στον ανεπτυγμένο κόσμο, αν και το «μοντέλο» που χρησιμοποιεί τσιμέντο και ατσάλι παραμένει ισχυρό.
Πηγή: Η Καθημερινή (30.09.2010).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου