Πώς αντιδρούν τα περισσότερα άτομα αν, από τη μια μέρα στην άλλη, βρεθούν χωρίς εργασία; Οταν μάλιστα, για λόγους εντελώς άσχετους με τις εργασιακές τους ικανότητες, η απόλυσή τους συνεπάγεται την είσοδό τους σε ένα μακροχρόνιο και αδιέξοδο καθεστώς ανεργίας; Αραγε, πώς τα άτομα αυτά -αλλά και η κοινωνία στην οποία ανήκουν- επιχειρούν να «διαχειριστούν» και να «εκλογικεύσουν» την κατάσταση αποστέρησης του κοινωνικού τους ρόλου, που βιώνουν εξαιτίας της απώλειας ή της αδυναμίας εύρεσης εργασίας;
Οι συνήθεις κοινωνικοοικονομικές «εξηγήσεις», όσο ακριβείς κι αν φαίνονται, αφήνουν αναπάντητα αυτά τα καυτά ερωτήματα, και αυτό όχι από αδιαφορία αλλά από εγγενή αδυναμία: όταν επικεντρώνεται κανείς αποκλειστικά σε αφηρημένες οικονομικές παραμέτρους ή στις ανεξέλεγκτες διεθνείς χρηματοπιστωτικές εξελίξεις και στο πώς οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν τις τοπικές οικονομίες, δεν μπορεί παρά να παραβλέπει τις δραματικές συνέπειές τους στη ζωή των μεμονωμένων ατόμων. Σήμερα, παγκόσμια ημέρα εορτασμού της εργατικής τάξης, έχει κάποιο ενδιαφέρον να δούμε γιατί, σύμφωνα με πολλές επιστημονικές μελέτες, η αύξηση της ανεργίας αποτελεί μια μορφή κοινωνικής αυτοχειρίας.
Η καλπάζουσα ανεργία στον τόπο μας, αλλά και στις περισσότερες «αναπτυγμένες» κοινωνίες, είναι το προϊόν τής ολότελα ανορθολογικής επιλογής, κατά τη δεκαετία του 1970, να εναποθέσουμε το μέλλον των κοινωνιών μας στην άναρχη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των αγορών.
Μάλιστα, με δεδομένη την παρατεταμένη οικονομική ύφεση, την επόμενη δεκαετία η επέκταση της μόνιμης ανεργίας σε ολοένα και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Και η προοπτική μιας παρατεταμένης κατάστασης ανεργίας δεν απειλεί μόνο τους νέους κάτω των 25 ετών αλλά και τους άνω των 40 έως 60 ετών μεσήλικες, οι οποίοι ενώ έχουν εργαστεί επί σειρά ετών, εν μια νυκτί βρίσκονται απολυμένοι, χωρίς καμιά δυνατότητα επανένταξης στον κόσμο της εργασίας.
Η πρώτη συνέπεια της απώλειας της εργασίας είναι προφανώς η στέρηση μιας σταθερής πηγής εισοδημάτων απαραίτητων για την επιβίωση. Ομως, η παρατεταμένη κατάσταση ανεργίας έχει και άλλες δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική και ατομική ζωή των ανέργων· επιπτώσεις που, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι πολύ πιο επώδυνες και καταστροφικές από την έλλειψη χρημάτων.
Το γεγονός αυτό, μολονότι υποβαθμίζεται ή και παραβλέπεται συστηματικά από τις αρμόδιες αρχές, εντούτοις επιβεβαιώνεται από πλήθος ειδικών ερευνών. «Οι πρώτες μελέτες για τις κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες της ανεργίας πραγματοποιήθηκαν κατά τον Μεσοπόλεμο και είχαν επικεντρωθεί αποκλειστικά στην απειλή της φτώχειας, και ειδικότερα στις πιο ακραίες περιπτώσεις φτώχειας. Ελάχιστη σημασία είχε δοθεί τότε στον ρόλο της εργασίας στη διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας», υποστηρίζει ο Duncan Gallie, καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Οξφόρδη και διεθνώς αναγνωρισμένη αυθεντία στη μελέτη των επιπτώσεων της ανεργίας στις δυτικές κοινωνίες.
Από τις έρευνες του Gallie σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης προκύπτει ότι όχι μόνο οι κοινωνικο-οικονομικές αλλά και οι ψυχολογικές πτυχές της μακροχρόνιας ανεργίας καθορίζουν την αδυναμία επανένταξης πολλών ατόμων στην παραγωγή. Τα άκρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα αυτών των ερευνών δημοσιεύτηκαν, μάλιστα, στο βιβλίο «Resisting marginalization», που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Gallie.
Οι πρώτες σοβαρές μελέτες των ψυχολογικών επιπτώσεων της ανεργίας πραγματοποιήθηκαν το 1938 από τους Philip Eisenberg και Paul F. Lazarsfeld, οι οποίοι, αναλύοντας τις αντιδράσεις των ανέργων, αναγνώρισαν τρία τυπικά στάδια ή φάσεις.
Το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται από την απόρριψη και τη συστηματική άρνηση της νέας κατάστασης: το άτομο αρνείται να αποδεχτεί ότι έχασε την εργασία του και ελπίζει ότι με κάποιο τρόπο θα επαναπροσληφθεί ή θα βρει άλλη καλύτερη εργασία. Ακολουθεί το στάδιο της απαισιοδοξίας και της ανησυχίας: ύστερα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες εύρεσης εργασίας αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δεινή κατάστασή του. Τότε, συνήθως έπειτα από εννιά μήνες ανεργίας, εισέρχεται στο στάδιο της απελπισίας και της κατάθλιψης: δεν βλέπει καμία διέξοδο ή προοπτική λύσης στο πρόβλημά του.
Εξάλλου, μετέπειτα έρευνες κοινωνικών ψυχολόγων έδειξαν ότι κάθε άνθρωπος τείνει να δημιουργεί μια εικόνα του εαυτού του ανάλογα με τους κοινωνικούς ρόλους που έχει αποδεχτεί και στη βάση αυτών των ρόλων διαμορφώνει τη σιγουριά που απαιτείται για τη «σωστή» κοινωνική ένταξή του. Επομένως, η απώλεια εργασίας επηρεάζει αρνητικά και τις δύο αυτές συμπληρωματικές διαστάσεις της ζωής μας: τόσο τον «πραγματικό» κοινωνικό μας ρόλο όσο και την «υποκειμενική» αυτοεκτίμησή μας.
Και ίσως γι' αυτό οι περισσότεροι ειδικοί επιμένουν ότι το πιο ουσιαστικό σύμπτωμα της απώλειας εργασίας δεν είναι τόσο η έλλειψη χρημάτων όσο η απώλεια της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού. Αυτή η διαβρωτική αίσθηση μιας «άχρηστης» και «επισφαλούς» ζωής στο περιθώριο της κοινωνίας οδηγεί τους ανέργους σε φαινομενικά απονενοημένες πράξεις, όπως το να περιφέρονται καθημερινά στον χώρο όπου εργάζονταν μέχρι πρόσφατα ή να συνεχίζουν να υπογράφουν στο βιβλίο παρουσιών της κλειστής εταιρείας (αυτό κάνουν καθημερινά οι άνεργοι των κλειστών Ναυπηγείων Σκαραμαγκά).
Η εσωτερίκευση αυτής της κατάστασης οδηγεί, κατά κανόνα, σε ενοχικά και αυτοευνουχιστικά αισθήματα που όχι μόνο καταστρέφουν κάθε προσπάθεια εξόδου από την «προσωπική» κρίση αλλά και εμποδίζουν την αναζήτηση εργασίας, ιδίως σε χαλεπούς οικονομικά καιρούς. Η αδράνεια και η ακινησία αποτελούν τα τυπικά γνωρίσματα μιας εσφαλμένης και ενοχικής «εσωτερίκευσης» του προβλήματος της ανεργίας ως προσωπικού προβλήματος των ανέργων που σχετίζεται, υποτίθεται, με κάποιες υποκειμενικές ελλείψεις ή αδυναμίες και όχι, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, με τα αντικειμενικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που επιβάλλουν τη βαρβαρότητα της ανεργίας.
Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση των «γιάπηδων» που απροσδόκητα χάνουν την περίοπτη μέχρι χθες κοινωνική τους θέση. Μάνατζερ, διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων και επιτυχημένοι ελεύθεροι επαγγελματίες αρνούνται συστηματικά να αποδεχτούν το γεγονός ότι, παρά τις μέχρι τότε φιλότιμες προσπάθειές τους, βρέθηκαν τελικά οι ίδιοι στη θέση των θυμάτων του συστήματος που με τόση ενεργητικότητα και πάθος είχαν υπηρετήσει. Ολα τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η ανεργία στις υψηλές κοινωνικές τάξεις δεν γίνεται σχεδόν ποτέ αποδεκτή και τα άτομα αυτά αρνούνται ακόμη και να φανταστούν τη δυνατότητα να αλλάξουν εργασιακό καθεστώς ή να αναζητήσουν μιαν άλλη, κοινωνικά «υποδεέστερη» εργασία. Αντί να αντιδράσουν ενεργητικά πέφτουν σε κατάθλιψη, και όχι σπάνια οδηγούνται στην αυτοκτονία.
Το 1997 στην ταινία «The Full Monty» (στην αγγλική αργκό σημαίνει το πλήρες ξεγύμνωμα· στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον ατυχή τίτλο «Αντρες με τα όλα τους») ο σκηνοθέτης Peter Cattaneo παρουσίασε με εξαιρετική ευαισθησία τις αντιδράσεις των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων στην ανεργία: οι εργάτες, όσο κι αν απελπίζονταν για την καθημερινή τους επιβίωση, τελικά αντιστέκονταν στην κατάθλιψη. Αντίθετα, ο πρώην διευθυντής τους κατέφυγε σε μια ψευδαισθησιακή «λύση»: συνέχισε να βγαίνει κάθε πρωί από το σπίτι του άψογα ντυμένος, κρύβοντας ακόμη και από τη γυναίκα του το γεγονός ότι ήταν άνεργος.
Διαβάστε περισσότερα στο άρθρο της Ελευθεροτυπίας (30.04.2010).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου