Βασική στο έργο του Ελύτη είναι η έμμονη πεποίθησή του για τη δυναμικότητα του «ελάχιστου» - του «ελάχιστου» όχι απλώς και μόνο ποσοτικά (αυτή η ποσοτική έννοια του ελάχιστου, ως ολιγάρκεια και αυτάρκεια, αποτέλεσε σταθερό γνώρισμα του προσωπικού ήθους του ποιητή: ζούσε σε ένα δυάρι μέχρι τον θάνατό του).
«Μ’ ένα τίποτα έζησα, μονάχα οι λέξεις δεν μου αρκούσανε», λέει στο Φωτόδεντρο, Πιστεύει στην ποιοτική δυναμικότητα του ελάχιστου, που το εννοεί ως κίνηση ή ενέργεια η οποία, παρά την ελαχιστότητά της, είναι κρισιμότατη και δύναται να επιφέρει τεράστιες αλλαγές.
Παραπέμπω, από το πλήθος των σχετικών αναφορών και παραθεμάτων: «Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ενα κάτι ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα, όμως ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση». Μια άλλη αναφορά είναι από την Ιδιωτική Οδό, όπου ο ποιητής αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που καταφέρνει «το μέρος της ζωής το φαίνον, το μη θολούμενον, να το καθιστά σχεδόν αόρατο για τους άλλους. Γιατί και πώς τους πείθει να μην κάνουν μιαν απλή κίνηση έστω, μια στροφή της κεφαλής, που θα μπορούσε να σημαίνει και στροφή του κόσμου ολόκληρου».
Αυτή η επιμονή του Ελύτη με το «ελάχιστο» και τις αντιστρόφως ανάλογες προς τη σμικρότητά του δυνατότητες δεν έχει απλώς ηθική σημασία. Η αναζήτηση του ελάχιστου είναι βασική προϋπόθεση της σκέψης του Ελύτη και θα τη διακρίνουμε σε όλο του το έργο, ποιητικό και δοκιμιακό.
Στα Μικρά Εψιλον παρατηρεί «Ν’ αξιοποιείς το ελάχιστο για να του αποσπάς τα μέγιστα είναι το πιο δύσκολο και το πιο «ελληνικό» μυστικό.» Και παρακάτω είναι ακόμη πιο σαφής: «Η απόσταση από το τίποτε στο ελάχιστο είναι πολύ μεγαλύτερη παρ’ ότι από το ελάχιστο στο πολύ».
Και με μια υποστροφή στο Φωτόδεντρο θα αιφνιδιάσει τον αναγνώστη αποκαλύπτοντας ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα: «Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.» Σε αυτούς τους δύστηνους καιρούς η ποίηση δεν είναι απλώς καταφύγιο, απόδραση, escape. Η λυρική ποίηση δεν εξαντλείται στον λυρισμό, δεν τελειώνει με το τραγούδι. Οι κορυφαίες στιγμές της δεν είναι οι στιγμές της επιτυχούς καλλιτεχνικής έκφρασης της συγκίνησης, αλλά η στιγμή της δωρεάς μιας αλήθειας – μιας αλήθειας που έχουμε μάθει να τη χαρακτηρίζουμε «αποκαλυπτική» επειδή είναι απρόσμενη, καίρια, και μας βοηθάει να ζήσουμε καλά.
Πηγή: άρθρο του Α. Μπερλή (Καθημερινή, 23.05.2010).
Τρίτη 25 Μαΐου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου