Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

«Είμαστε όλοι στο έλεος της κάθε μαύρης λίστας»

Απόκρυφος, αμφίσημος και είρωνας, σκεπτικιστής απέναντι στο υπαρξιακό αίνιγμα και εχθρός του ρομαντικού συναισθηματισμού, ο Μίλαν Κούντερα επιβεβαιώνει με τα καινούργια κριτικά δοκίμιά του ότι είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας που ξέρει να συνταιριάζει αριστοτεχνικά τη συγκίνηση με τον στοχασμό.

«Σας αρέσει ο Μπαρτ;». Ακούγοντας αυτήν την ερώτηση ο Μίλαν Κούντερα ξέρει πως περνάει από εξετάσεις. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, έχει πρόσφατα μεταναστεύσει στο Παρίσι όπου ο Ρολάν Μπαρτ φιγουράρει πρώτος στις «χρυσές λίστες», και η πνευματική ελίτ τον τσεκάρει για τις προτιμήσεις του. Ο 46χρονος τότε τσέχος συγγραφέας δεν είναι όμως αφελής και αποστομώνει τον συνομιλητή του: «Αλίμονο! Λέτε για τον Καρλ Μπαρτ, τον θεμελιωτή της αποφατικής θεολογίας! Ιδιοφυΐα! Χωρίς αυτόν, το έργο του Κάφκα είναι παντελώς ακατανόητο!».

Αυτό το επεισόδιο ξεπηδάει ολοζώντανο από το καινούργιο βιβλίο του, όταν θυμάται τη δική του πνευματική συνάντηση με τον Ανατόλ Φρανς, έναν δημοφιλέστατο συγγραφέα που είχε μπει στις μαύρες λίστες των γάλλων υπερρεαλιστών. Κι όλα αυτά τα αναστοχάζεται σήμερα (μαζί με τη γοητεία του μυθιστορήματος του Φρανς, Οι θεοί διψούν ) παρατηρώντας ότι: στις χώρες όπου η ιντελιγκέντσια δεν είναι αποκεντρωμένη, η πνευματική ελίτ, εντελώς αυθαίρετα και χωρίς να πατάει σε δόκιμες μελέτες ή αναλύσεις, μοιράζει «σκατά και τριαντάφυλλα» καμουφλαρισμένα με λογοπαίγνια και κακεντρεχή ευφυολογήματα. «Είμαστε όλοι στο έλεος της κάθε μαύρης λίστας», καταλήγει. Κάπως έτσι είναι κτισμένα- και γι΄ αυτό συνεπαίρνουν ακόμα και τον αμύητο αναγνώστη- τα 34 σπινθηροβόλα δοκίμια της Συνάντησης όπου... συναντώνται οι σκέψεις και οι αναμνήσεις του Μίλαν Κούντερα από την τελευταία τριακονταετία, τα παλιά του θέματαυπαρξιακά και αισθητικά- και οι αγάπες του: από τον Γιάνατσεκ, τον Ξενάκη, τον Μπέικον ή τον Φελίνι ώς τον Ραμπελέ, τον Φρανς, τον Κάφκα, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, τον Γκομπρόβιτς, τον Φουέντες, τον Μάρκες ή τον μαρτινικέζο Σεζέρ και τον Μαλαπάρτε.

Ο 81χρονος σήμερα συγγραφέας του Αστείου , του Η ζωή είναι αλλού, του Βαλς του αποχαιρετισμού , της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι - τσέχικων μυθιστορημάτων που διαμόρφωσαν τις πολιτικοποιημένες γενιές της Ευρώπης πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου- εγκαταστάθηκε στη Γαλλία το 1975. Εκεί, πέρα από μυθιστορήματα, έγραψε σημαντικά δοκίμια όπως η Τέχνη του μυθιστορήματος ή οι Προδομένες διαθήκες αφού πήρε και τη γαλλική υπηκοότητα το 1981. Ενα από τα ωραιότερα (και πλέον ριζοσπαστικά) κεφάλαια της Συνάντησης είναι αφιερωμένο ακριβώς σ΄ αυτό: στη συνάντηση του «σπιτιού» του με το «αλλού» του. Αφορμή, οι σκέψεις του για αγαπημένους του συγγραφείς (Λινχάρτοβα, Μιλόζ, Χράμπαλ, Κις) που βίωσαν με τον δικό του ο καθένας τρόπο την εξορία τους.

Συνήθως, μας λέει ο Κούντερα, το πρόβλημα της εξορίας συσκοτίζεται «από έναν δακρύβρεχτο μοραλισμό», που δεν αφήνει να φανεί η θετική της διάσταση στη ζωή του εξόριστου. Διότι «ο εξόριστος κατορθώνει συχνά να μετατρέψει τον εκπατρισμό του σε ένα απελευθερωτικό ξεκίνημα για ένα «αλλού», άγνωστο εξ ορισμού, ανοιχτό σε όλες τις δυνατότητες». Παράδειγμα οι περιπτώσεις του Σοπέν, του Ναμπόκοφ, του Μπέκετ, του Στραβίνσκι ή του Γκομπρόβιτς. Στη συνέχεια, ο Κούντερα αμφισβητεί τόσο τον πόθο όσο και το ηθικό χρέος των εκπατρισμένων καλλιτεχνών (με την ευρεία έννοια) να επιστρέψουν στον γενέθλιο τόπο. Οπως σημειώνει ειδικότερα, «ο συγγραφέας δεν είναι ιδιοκτησία του έθνους του· είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που έχει υποχρέωση να διαφυλάττει την ανεξαρτησία του». Με την ίδια λογική αρνείται και το κλισέ ότι αποστολή του συγγραφέα είναι να γράφει στη μητρική γλώσσα του. Οχι, λέει, «ο συγγραφέας δεν είναι δεσμώτης μιας συγκεκριμένης γλώσσας». Και το επιβεβαιώνει γράφοντας κι ο ίδιος, εδώ και αρκετά χρόνια, τα βιβλία του στα γαλλικά.

Πηγή: Τα Νέα (05.06.2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου