Ένα σκηνικό πείραμα επιχειρεί ο γνωστός χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου με τη νέα του δημιουργία υπό τον τίτλο «Μέσα» που ανεβαίνει για είκοσι παραστάσεις από τις 13 Απριλίου στο θέατρο Παλλάς. Πρόκειται για ένα έργο που γεννιέται από τη συνάντηση δύο συνθηκών: μίας παράστασης που συμβαίνει αδιάλειπτα, και μίας κατάστασης θεατών που έρχονται, φεύγουν και αλλάζουν θέση μέσα στο θέατρο όποτε επιθυμούν.
Το σκηνικό απεικονίζει τους χώρους ενός σπιτιού με τους θεατές να παρακολουθούν σαν κρυφοί μάρτυρες καθημερινές προσωπικές στιγμές μιας ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι κινούνται πότε μόνοι τους, πότε μαζί ή παράλληλα. Οι κινήσεις ξεδιπλώνονται, επαναλαμβάνονται, αραιώνουν και συσσωρεύονται σε μία φαντασία αμέτρητων δυνατοτήτων, καθώς στο βάθος η προβολή του φόντου της πόλης αλλάζει φως, σχήματα, τοπία, ώρα.
«Δεν κάνουμε ένα πλήρες ντοκιμαντέρ για την ανθρώπινη ζωή αλλά επικεντρωνόμαστε και ζουμάρουμε σε ένα πολύ μικρό σημείο που είναι ο άνθρωπος μόνος του, με τον εαυτό του στην φωλιά του. Αυτός ο μικρόκοσμος και αυτή η στιγμή είναι τα δομικά υλικά του έργου. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος στο αστικό τοπίο, στη φωλιά του, στο διαμέρισμά του, την ώρα που είναι μόνος και ήρεμος» είπε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου σε σημερινή συνέντευξη Τύπου στο θέατρο Παλλάς.
«Δεν συμπεριλάβαμε τίποτα από τα δεκανίκια που χρησιμοποιούμε όταν δεν θέλουμε να είμαστε μόνοι μας, όπως εφημερίδα, τσιγάρο, κινητό ή τηλεόραση. Η δράση είναι αραιή και ήρεμη και δεν βασίζεται στην αργή κίνηση» συνεχίζει ο χορογράφος για να προσθέσει πως:
«Εκθέτουμε έναν ιδιωτικό χώρο σε κοινή θέα για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι για να θυμηθούμε ότι όλοι είμαστε το ίδιο. Παρότι μας αρέσει να τονίζουμε κυρίως τις διαφορές μας, όλοι έχουμε μία κοινή ζωή και στην τελική κοινά μυστικά. Ένας από τους λόγους που ανεβάζουμε αυτήν την παράσταση είναι για να σκεφτούμε και να αισθανθούμε πάνω σε αυτό».
Σύμφωνα με τον χορογράφο η ιδέα του «Μέσα» γεννήθηκε μετά τους Ολυμπιακούς του 2004. «Ήταν το μόνο πράγμα που ονειρεύτηκα να κάνω μετά από ενάμιση χρόνο απόλυτης απραξίας» ανέφερε. Το καστ αποτελείται από συντελεστές από το «Δύο» και το «Πουθενά» αλλά περιλαμβάνει και μερικές καινούριες συνεργασίες.
Η παράσταση διαρκεί έξι ώρες χωρίς αρχή, μέση, τέλος. «Επί σκηνής το έργο ανακυκλώνεται μέσα στον εαυτό του, και ενώ χρησιμοποιεί τα ίδια ακριβώς υλικά, τα συνθέτει με τρόπους που δεν επαναλαμβάνονται ποτέ. Μπορείς να δεις όσο θέλεις, να καθίσεις όπου θέλεις, να βγεις και να επιστρέψεις όσες φορές θέλεις » συνέχισε ο χορογράφος.
Η καινοτομία εδώ είναι η αλλαγή του πλαισίου της λειτουργίας του θεάτρου, το οποίο παραμένει ανοιχτό αρκετές ώρες με ελεύθερη διακίνηση των θεατών. Το «Μέσα» αντιμετωπίζει το θέατρο σαν εκθεσιακό χώρο, το έργο σαν έκθεμα, και προτείνει στο θεατή τον ρόλο του επισκέπτη.
«Δεν απευθύνει κάποιο μήνυμα η παράσταση στο θεατή» λέει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου αλλά «αυτό που φιλοδοξώ να φτιάξω ένα είδος πνευματικού σπα, να λειτουργήσει δηλαδή το θέατρο σαν ένας χώρος επίσκεψης και ενατένισης και συνάντησης του θεατή με τον εαυτό του. Να ενθαρρύνω ένα είδους διαλογισμού μέσω του θεάματος χωρίς καμία θρησκευτική διάσταση».
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου η παράσταση θα μπορούσε να διαρκέσει 24 ώρες ή να μην σταματάει ποτέ. Θα χρειαζόταν όμως τριπλό καστ και το θέατρο να παραμένει ανοιχτό ολόκληρη την ημέρα. «Οι έξι ώρες είναι μία αυθαίρετη επιλογή, δίνουν όμως ως ένα βαθμό την δυνατότητα σε επισκέπτες να έρθουν να παρακολουθήσουν την παράσταση σε μη συμβατικές σε σχέση με το θέαμα ώρες. Η παράσταση δεν έχει τέλος, δεν θα δείτε ποτέ αυλαία να πέφτει, το τέλος της ημερησίας εργασίας για εμάς είναι όταν και ο τελευταίος θεατής φύγει από την αίθουσα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο χορογράφος.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν θέλησε να μιλήσει για τους συμβολισμούς του έργου, καθώς όπως είπε δεν θα ήθελε να καθοδηγήσει την «ανάγνωση» των θεατών. Αντίθετα επιδιώκει να ενθαρρύνει την δυνατότητα του καθενός να διαβάσει με τον δικό του τρόπο αυτό που βλέπει εάν γοητευτεί. «Το μισό έργο βασίζεται σε αυτό που κάνουμε εμείς και το άλλο μισό έργο σε μία ολόκληρη διαδικασία επικοινωνίας με το κοινό για να δούμε πώς θα συναντηθούν αυτοί οι δύο κόσμοι και τι θα δημιουργήσουν» είπε χαρακτηριστικά.
Στη σκηνή 30 ερμηνευτές επί έξι ώρες ζωντανεύουν τις συνθέσεις του «Μέσα», ενώ υπάρχει ανοιχτή μία θέση στο έργο καθημερινά για όποιον από τους θεατές γοητευτεί από την κατάσταση και θέλει να επιστρέψει παίρνοντας μέρος. Η σύλληψη και σκηνοθεσία είναι του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Ο σκηνικός σχεδιασμός του έργου είναι των Δημήτρη Θεοδωρόπουλου και Σοφίας Ντώνα. Οι παραστάσεις θα διαρκέσουν έως τις 15 Μαΐου.
Πηγή: Η Καθημερινή (30.03.2011).
Το σκηνικό απεικονίζει τους χώρους ενός σπιτιού με τους θεατές να παρακολουθούν σαν κρυφοί μάρτυρες καθημερινές προσωπικές στιγμές μιας ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι κινούνται πότε μόνοι τους, πότε μαζί ή παράλληλα. Οι κινήσεις ξεδιπλώνονται, επαναλαμβάνονται, αραιώνουν και συσσωρεύονται σε μία φαντασία αμέτρητων δυνατοτήτων, καθώς στο βάθος η προβολή του φόντου της πόλης αλλάζει φως, σχήματα, τοπία, ώρα.
«Δεν κάνουμε ένα πλήρες ντοκιμαντέρ για την ανθρώπινη ζωή αλλά επικεντρωνόμαστε και ζουμάρουμε σε ένα πολύ μικρό σημείο που είναι ο άνθρωπος μόνος του, με τον εαυτό του στην φωλιά του. Αυτός ο μικρόκοσμος και αυτή η στιγμή είναι τα δομικά υλικά του έργου. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος στο αστικό τοπίο, στη φωλιά του, στο διαμέρισμά του, την ώρα που είναι μόνος και ήρεμος» είπε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου σε σημερινή συνέντευξη Τύπου στο θέατρο Παλλάς.
«Δεν συμπεριλάβαμε τίποτα από τα δεκανίκια που χρησιμοποιούμε όταν δεν θέλουμε να είμαστε μόνοι μας, όπως εφημερίδα, τσιγάρο, κινητό ή τηλεόραση. Η δράση είναι αραιή και ήρεμη και δεν βασίζεται στην αργή κίνηση» συνεχίζει ο χορογράφος για να προσθέσει πως:
«Εκθέτουμε έναν ιδιωτικό χώρο σε κοινή θέα για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι για να θυμηθούμε ότι όλοι είμαστε το ίδιο. Παρότι μας αρέσει να τονίζουμε κυρίως τις διαφορές μας, όλοι έχουμε μία κοινή ζωή και στην τελική κοινά μυστικά. Ένας από τους λόγους που ανεβάζουμε αυτήν την παράσταση είναι για να σκεφτούμε και να αισθανθούμε πάνω σε αυτό».
Σύμφωνα με τον χορογράφο η ιδέα του «Μέσα» γεννήθηκε μετά τους Ολυμπιακούς του 2004. «Ήταν το μόνο πράγμα που ονειρεύτηκα να κάνω μετά από ενάμιση χρόνο απόλυτης απραξίας» ανέφερε. Το καστ αποτελείται από συντελεστές από το «Δύο» και το «Πουθενά» αλλά περιλαμβάνει και μερικές καινούριες συνεργασίες.
Η παράσταση διαρκεί έξι ώρες χωρίς αρχή, μέση, τέλος. «Επί σκηνής το έργο ανακυκλώνεται μέσα στον εαυτό του, και ενώ χρησιμοποιεί τα ίδια ακριβώς υλικά, τα συνθέτει με τρόπους που δεν επαναλαμβάνονται ποτέ. Μπορείς να δεις όσο θέλεις, να καθίσεις όπου θέλεις, να βγεις και να επιστρέψεις όσες φορές θέλεις » συνέχισε ο χορογράφος.
Η καινοτομία εδώ είναι η αλλαγή του πλαισίου της λειτουργίας του θεάτρου, το οποίο παραμένει ανοιχτό αρκετές ώρες με ελεύθερη διακίνηση των θεατών. Το «Μέσα» αντιμετωπίζει το θέατρο σαν εκθεσιακό χώρο, το έργο σαν έκθεμα, και προτείνει στο θεατή τον ρόλο του επισκέπτη.
«Δεν απευθύνει κάποιο μήνυμα η παράσταση στο θεατή» λέει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου αλλά «αυτό που φιλοδοξώ να φτιάξω ένα είδος πνευματικού σπα, να λειτουργήσει δηλαδή το θέατρο σαν ένας χώρος επίσκεψης και ενατένισης και συνάντησης του θεατή με τον εαυτό του. Να ενθαρρύνω ένα είδους διαλογισμού μέσω του θεάματος χωρίς καμία θρησκευτική διάσταση».
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου η παράσταση θα μπορούσε να διαρκέσει 24 ώρες ή να μην σταματάει ποτέ. Θα χρειαζόταν όμως τριπλό καστ και το θέατρο να παραμένει ανοιχτό ολόκληρη την ημέρα. «Οι έξι ώρες είναι μία αυθαίρετη επιλογή, δίνουν όμως ως ένα βαθμό την δυνατότητα σε επισκέπτες να έρθουν να παρακολουθήσουν την παράσταση σε μη συμβατικές σε σχέση με το θέαμα ώρες. Η παράσταση δεν έχει τέλος, δεν θα δείτε ποτέ αυλαία να πέφτει, το τέλος της ημερησίας εργασίας για εμάς είναι όταν και ο τελευταίος θεατής φύγει από την αίθουσα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο χορογράφος.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν θέλησε να μιλήσει για τους συμβολισμούς του έργου, καθώς όπως είπε δεν θα ήθελε να καθοδηγήσει την «ανάγνωση» των θεατών. Αντίθετα επιδιώκει να ενθαρρύνει την δυνατότητα του καθενός να διαβάσει με τον δικό του τρόπο αυτό που βλέπει εάν γοητευτεί. «Το μισό έργο βασίζεται σε αυτό που κάνουμε εμείς και το άλλο μισό έργο σε μία ολόκληρη διαδικασία επικοινωνίας με το κοινό για να δούμε πώς θα συναντηθούν αυτοί οι δύο κόσμοι και τι θα δημιουργήσουν» είπε χαρακτηριστικά.
Στη σκηνή 30 ερμηνευτές επί έξι ώρες ζωντανεύουν τις συνθέσεις του «Μέσα», ενώ υπάρχει ανοιχτή μία θέση στο έργο καθημερινά για όποιον από τους θεατές γοητευτεί από την κατάσταση και θέλει να επιστρέψει παίρνοντας μέρος. Η σύλληψη και σκηνοθεσία είναι του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Ο σκηνικός σχεδιασμός του έργου είναι των Δημήτρη Θεοδωρόπουλου και Σοφίας Ντώνα. Οι παραστάσεις θα διαρκέσουν έως τις 15 Μαΐου.
Πηγή: Η Καθημερινή (30.03.2011).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου